- τριβή
- Αντίσταση, η οποία εμφανίζεται κατά τη σχετική κίνηση δύο σωμάτων που βρίσκονται σε επαφή. Εξαιτίας αυτού του φαινομένου, η ενέργεια ενός μηχανικού συστήματος μετατρέπεται ολικά ή μερικά σε θερμική ενέργεια.
Η τ. μπορεί να είναι ένα επιζήμιο ή χρήσιμο φαινόμενο, ανάλογα με τις περιπτώσεις και επιζητείται επομένως να το περιορίσουμε ή να το εντείνουμε. Κατά τη λειτουργία ενός κινητήρα ή γενικότερα μιας μηχανής, η τ., που εκδηλώνεται κατά τη σχετική ολίσθηση των διαφόρων επιφανειών, παρουσιάζει ένα συντελεστή φθοράς των επιφανειών αυτών και μια απώλεια ενέργειας, την οποία η μηχανή δαπανά άσκοπα και επιζητείται επομένως να την περιορίσουμε με την παρεμβολή λιπαντικών ουσιών μεταξύ των επιφανειών αυτών. Όταν θέλουμε, αντίθετα, να σταματήσουμε την κίνηση ενός μηχανισμού, εκμεταλλευόμαστε την τ. ανάμεσα σε μερικά τμήματά του, με τοιχώματα από ειδικό υλικό.
Η βάση του φαινομένου βρίσκεται στην ακανόνιστη πορεία των επιφανειών των δύο σωμάτων που βρίσκονται σε επαφή κατά τη σχετική ολίσθηση. Παράγεται πραγματικά ένας μεγάλος αριθμός κρούσεων μεταξύ των επιφανειακών μορίων του πρώτου και του δεύτερου σώματος και με αυτό εξηγείται το μακροσκοπικό φαινόμενο της παραγόμενης θερμότητας, εφόσον η ενέργεια, την οποία τα μόρια της μιας πλευράς παραχωρούν διαμέσου των κρούσεων αυτών στα μόρια της άλλης, και αντίστροφα, μετατρέπεται σε θερμότητα και αφαιρείται από τη μηχανική ενέργεια του συστήματος.
Μια ολόκληρη ορολογία χρησιμοποιείται για να καθοριστούν οι διάφορες συνθήκες υπό τις οποίες μπορεί να εμφανιστεί το φαινόμενο της τ. Αναφέρουμε την τ. ολίσθησης, η οποία εκδηλώνεται ως αντίσταση που προβάλλεται κατά την κίνηση μιας μεγάλης μάζας πάνω σε σταθερή επιφάνεια· την τ. κύλισης η οποία οφείλεται στην αντίσταση κατά την κύλιση ενός σώματος επάνω σε ένα άλλο, οφειλόμενη στη μερική παραμόρφωση του δεύτερου με τη δράση του πρώτου. Η τ. μεταβάλλει ένταση κατά την κίνηση και είναι μέγιστη κατά τη στιγμή που ένα σώμα μεταβαίνει από την κατάσταση ηρεμίας σε αυτή της κίνησης (τ. κατά την απόσπαση). Ως εσωτερική τ. νοείται η αντίσταση στη σχετική κίνηση δύο γειτονικών στρωμάτων ενός ρευστού.
Γωνία τριβής. Όταν αυξάνουμε τη γωνία κλίσης μιας επιφάνειας επάνω στην οποία βρίσκεται ένα σώμα σε κατάσταση ηρεμίας θα παρατηρήσουμε ότι, για μια ορισμένη γωνία κλίσης της επιφάνειας, το σώμα θα αρχίσει να ολισθαίνει· αυτή ακριβώς η γωνία καλείται γωνία τριβής.
* * *η, ΝΜΑ [τρίβω]1. το να τρίβει κανείς κάποιον ή κάτι ή το να τρίβεται κανείς από κάποιον ή από κάτι (α. «με την τριβή αναπτύσσεται θερμότητα» β. «τύλη δ' ἐκαλεῑτο ἡ ἐπὶ τοῖς τραχήλοις αὐτῶν ὑπὸ τῶν ἀχθῶν γινομένη τριβή», Πολυδ.)2. φθορά που προέρχεται από τη χρήση3. μτφ.η εμπειρία που αποκτάται από τη συνεχή ενασχόληση με κάτινεοελλ.1. φυσ. η δύναμη που ασκείται σε ένα σώμα παράλληλα με την επιφάνεια επαφής του με ένα άλλο σώμα2. φρ. α) «τριβή κυλίσεως»φυσ. η τριβή που ασκείται μεταξύ τών επιφανειών δύο σωμάτων όταν το ένα σώμα κυλίεται επάνω στην επιφάνεια τού άλλουβ) «τριβή ολισθήσεως»φυσ. η τριβή που ασκείται μεταξύ τών επιφανειών δύο σωμάτων όταν το ένα σώμα ολισθαίνει πάνω στο άλλογ) «εσωτερική τριβή»φυσ.-χημ. η αντίσταση την οποία παρουσιάζει ένα ρευστό στη μετακίνηση ενός μέρους του σε σχέση με ένα άλλο μέρος του, αλλ. ιξώδεςδ) «συντελεστής τριβής»φυσ. ο σταθερός λόγος τής δύναμης τριβής ολίσθησης προς τη δύναμη που ενεργεί κάθετα προς την τριβόμενη επιφάνειααρχ.1. απλή άσκηση ή ενασχόληση, σε αντιδιαστολή προς την αληθινή τέχνη («μὴ τριβῇ μόνον καὶ ἐμπειρίᾳ 'ἀλλὰ τέχνῃ», Πλάτ.)2. αυτός για τον οποίο φροντίζει και ανησυχεί κάποιος, αντικείμενο φροντίδας ή αγάπης («φίλον... Ὀρέστην,τῆς ἐμῆς ψυχῆς τριβήν», Αισχύλ.)3. δαπάνη χρόνου («βίος... οὐκ ἄχαρις ἐς τὴν τριβήν», Αριστοφ.)4. αναβολή, χρονοτριβή, βραδύτητα («θεωροῡντες δὲ τὸν πόλεμον αὐτοῑς τριβὴν λαμβάνοντα», Πολ.).
Dictionary of Greek. 2013.